Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Η προσέγγιση στην επαναστατική διαδικασία: ζήτημα τεράστιας σημασίας για το επαναστατικό κίνημα

Μέρος ΙΙ
Το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και η εργατική κυβέρνηση

Σε πρόσφατο άρθρο του στο «Πριν» ο Αλέκος Αναγνωστάκης, αφού αναφερθεί στις προτάσεις που γίνονται από διάφορες αριστερές οργανώσεις για την ανάγκη δημιουργίας αριστερής κυβέρνησης στις σημερινές συνθήκες και σωστά τις κριτικάρει ανατρέχει στην ιστορική πείρα του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος και ιδιαίτερα στα ζητήματα κατάκτησης της εξουσίας και τη δυνατότητα συμμετοχής σε κυβέρνηση αριστερών κομμάτων. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Το κυβερνητικό ζήτημα συνοδεύεται αντικειμενικά από το ιστορικό φορτίο που φέρει και το σύγχρονο προβληματισμό που αναπτύσσεται. Το συνάντησε η Αριστερά το 1917 «απέξω», με την κυβέρνηση Κέρενσκυ και το αντιμετώπισε ύστερα από σκληρή διαπάλη στο εσωτερικό της. Με λοκομοτίβα την κομμουνιστική στρατηγική, την εκτίμηση των πολιτικών συσχετισμών, τη σταθερή επιδίωξη της επανάστασης, οι μπολσεβίκοι στόχευσαν τελικά την ανατροπή της κυβέρνησης, στην κατάληψη της εξουσίας από τα σοβιέτ και τη δημιουργία κεντρικής εργατικής κυβέρνησης. Η κυβέρνηση, ως ενδιάμεσος στόχος ανάμεσα στον καπιταλισμό και την επανάσταση και για την διευκόλυνση της, εμφανίστηκε στο εσωτερικό της αριστεράς από την ίδια την Αριστερά, με την ήττα της γερμανικής επανάστασης του 1920- 1923. Μορφοποιήθηκε στο 3ο και κυρίως στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στις τελευταίες μέρες του Λένιν, με εισηγητή τον Ζηνόβιεφ, ο οποίος κατά καιρούς την μεταφράζει πολιτικά, «εξαιτίας της πολυπλοκότητας και των προβλημάτων» της κυβερνητικής λογικής. Δέχθηκε έντονη κριτική από τον Τρότσκυ. Αποσύρθηκε και εμφανίστηκε με άλλα ρούχα με τα λαϊκά μέτωπα. Και τελικά υποκατέστησε την επανάσταση από αιώνιες παραλλαγές κυβερνητισμού, που οδήγησαν στην ήττα και στον εκφυλισμό. Για να επανεμφανιστεί κυρίως μετά την κρίση του 1973 ως τελικός και όχι ως ενδιάμεσος στόχος πλέον από την ιστορικά ηττημένη και μεταλλαγμένη Αριστερά, που αυτοπεριορίζεται στην ανιστόρητη, αντιεπιστημονική και μάταιη επιδίωξη πολιτικής διαχείρισης ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». (1)
Είναι σαφής η αντιδιαστολή που επιχειρείται στο κείμενο μεταξύ της στρατηγικής των μπολσεβίκων ως τον Οκτώβριο του 1917 που οδήγησε στην νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση και στη μετέπειτα γραμμή της Κ.Δ. μετά το 1920 σε συνθήκες υποχώρησης του επαναστατικού κύματος γραμμή η οποία περιλάμβανε το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και την εργατική κυβέρνηση. Η νικηφόρα γραμμή των μπολσεβίκων «με τη σταθερή επιδίωξη της επανάστασης και λοκομοτίβα την κομμουνιστική στρατηγική» από τη μια και από την άλλη το ενιαίο μέτωπο που απέτυχε και σταδιακά εκφυλίσθηκε. Φυσικά ο συγγραφέας δεν κάνει καν τον κόπο να ασχοληθεί με τις συνθήκες στις οποίες εφαρμόστηκε καθεμιά από τις δύο γραμμές. Συνθήκες επαναστατικής κατάστασης στην πρώτη και καταλαγιάσματος του επαναστατικού κινήματος, ανάκαμψης καπιταλισμού και με το επαναστατικό και εργατικό κίνημα ανέτοιμο και ανώριμο στη δεύτερη.
Το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και η εργατική κυβέρνηση και όχι η κυβέρνηση, όπως αναφέρει ο Α.Α, δεν ήταν ποτέ στη στρατηγική της Κ.Δ. ενδιάμεσος στόχος μεταξύ καπιταλισμού και επανάστασης και δεν εμφανίστηκε μετά την τα ήττα της γερμανικής επανάστασης του 1923 και ακόμη περισσότερο αυτό που αναφέρει ότι την εισηγήθηκε ο Ζηνόβιεφ στις τελευταίες μέρες του Λένιν (άρα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει και να παρέμβει) και με την διαφωνία του Τρότσκυ. Εδώ πρόκειται για μεγάλες ανακρίβειες. Αν θέλουμε να αναφερόμαστε και να σεβόμαστε την ιστορία και την πείρα της Κ.Δ. πρέπει να είμαστε εξαιρετικά ακριβείς. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και είναι η εξής. Η γραμμή του ενιαίου μετώπου διαμορφώθηκε σταδιακά από το τέλος του 1920 ως απάντηση στην αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών. Τότε το επαναστατικό κίνημα που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και κορυφώθηκε με την Οχτωβριανή επανάσταση και την επανάσταση του 1918 στη Γερμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία κ.λπ. άρχισε να υποχωρεί. Τέλειωσε η πρώτη περίοδος του επαναστατικού κινήματος μετά τον πόλεμο, που τη χαρακτήριζε η αυθόρμητη ορμή των μαζών, με σημαντική αμορφία μεθόδων και σκοπών και ο πανικός των κυρίαρχων τάξεων. Η αστική τάξη σε όλες τις χώρες πέρασε σε επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Ο επαναστατικός αγώνας του προλεταριάτου για την εξουσία περνάει σε παγκόσμια κλίμακα δυσκολίες, σημειώνεται επιβράδυνση στο ρυθμό. Ωστόσο αποκατάσταση της καπιταλιστικής ισορροπίας μετά τον πόλεμο δεν πραγματοποιήθηκε. Επειδή όρος για την αποκατάσταση της σταθερότητας του καπιταλισμού είναι το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης, οι εργάτες εντείνουν τους αγώνες τους. Η κατάσταση στις καπιταλιστικές χώρες παραμένει αντικειμενικά επαναστατική, μα το επαναστατικό κίνημα βρίσκεται στη φάση της υποχώρησης. «Η καθοδήγηση του σημερινού αμυντικού αγώνα του προλεταριάτου, το πλάτεμα και το βάθεμα του, η εξασφάλιση της ενότητας του και- ανάλογα με την πορεία της εξέλιξης- η ανύψωση του στο επίπεδο του πολιτικού τελικού αγώνα αυτό είναι και παραμένει το βασικό καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος στην τρέχουσα κρίση» (2), αναφέρει η Κομμουνιστική Διεθνής. Από αυτό εξάγεται σαφώς η ανάγκη μιας μακρόχρονης πάλης για την προετοιμασία της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού, μιας συστηματικότερης προετοιμασίας της επανάστασης, να μελετηθεί βαθιά η συγκεκριμένη ανάπτυξη της ταξικής πάλης στις καπιταλιστικές χώρες, για να γίνει δυνατή η εφαρμογή των βασικών επαναστατικών αρχών ανάλογα και με τις ιδιομορφίες των διαφόρων χωρών. Δεν ήταν λοιπόν η ήττα της γερμανικής επανάστασης, αλλά το τέλος της επαναστατικής κατάστασης στην Ευρώπη, η ανάκαμψη του καπιταλισμού και η βαθιά αλλαγή των συνθηκών που κατέστησε αναγκαία τη νέα τακτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν ήταν τακτική του Ζηνόβιεφ, αλλά μια πραγματική λενινιστική τακτική που επεξεργάστηκε ο Λένιν από το τέλος του 1920 στα βασικά της σημεία πριν από το 3ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Συγκεκριμένα η πρώτη οργανωμένη εκδήλωση της ήταν το «ανοιχτό γράμμα» του Ενωμένου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας που απεστάλη στις 8 Γενάρη 1921 προς όλες τις προλεταριακές οργανώσεις της Γερμανίας – Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, Ανεξάρτητο ΣΔΚΓ, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας και προς τις συνδικαλιστικές οργανώσεις - που καλούσε σε κοινή πάλη για τις άμεσες διεκδικήσεις των εργατών και των εργαζομένων ενάντια στην εντεινόμενη επίθεση της αστικής τάξης. Η ενέργεια αυτή του ΕΚΚΓ συνάντησε από την πρώτη στιγμή από τη μια την αντίδραση των αριστερίστικων στοιχείων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ακόμη και ο πρόεδρος της Γκρ. Ζηνόβιεφ αποκάλεσε το «ανοιχτό γράμμα» τεχνητή υπόθεση και καταδίκασε την τακτική που πρότεινε ως τελείως ανεφάρμοστη και από την άλλη την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των στελεχών της Κομμουνιστικής Διεθνούς και των Κομμουνιστικών Κομμάτων καθώς και του Λένιν. Σε γράμμα του ο Λένιν προς την Κλάρα Τσέτκιν έγραφε: «Είδα μόνο το ανοιχτό γράμμα και το θεωρώ πολύ σωστή τακτική, εγώ κατέκρινα την αντίθετη γνώμη των «αριστερών» μας, που ήταν ενάντια στο γράμμα αυτό» (3). Ο Λένιν χαρακτήρισε το γράμμα του ΕΚΚΓ σαν σωστή προσπάθεια δημιουργίας ενιαίου προλεταριακού μετώπου, υπογραμμίζοντας την υποχρέωση των άλλων κομμάτων να εφαρμόσουν την τακτική που προτάθηκε με το «ανοιχτό γράμμα», το αποκάλεσε «υποδειγματική πολιτική ενέργεια, σαν την πρώτη πράξη μιας πρακτικής μεθόδου προσέλκυσης της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης» (4). Αυτό το στοιχείο ήταν και η κεντρική ιδέα του θέσεων για το τρίτο συνέδριο. «Η τακτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς πρέπει να στηρίζεται στο εξής: Σταθερά και συστηματικά να κατακτά την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, και κατά πρώτο λόγο μέσα στα παλιά συνδικάτα. Τότε θα νικήσουμε σίγουρα σε κάθε καμπή των γεγονότων…. Έτσι, η τακτική του «ανοιχτού γράμματος» είναι υποχρεωτική παντού» (5).
Η δυνατότητα και η πιθανότητα δημιουργίας ‘‘εργατικής κυβέρνησης’’ προέκυψε ως λογική συνέχεια, ως προέκταση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης. Από την πρώτη στιγμή και στα πλαίσια των συζητήσεων του 4ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς γύρω από το ζήτημα αυτό συγκρούστηκαν δύο αντιλήψεις. Η πρώτη ερμήνευε την εργατική κυβέρνηση ως ισοδύναμο της δικτατορίας του προλεταριάτου, ή ως ψευδώνυμο της σοβιετικής κυβέρνησης. Δεν έβλεπε καμιά διαφορά. Από την άλλη η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Κομμουνιστικών Κομμάτων και η αντιπροσωπεία του Π.Κ.Κ.(μπ) τόνιζαν ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνηση πηγάζει άμεσα από την τακτική του ενιαίου μετώπου που διευκολύνει το τράβηγμα των εργαζομένων στον αγώνα, ότι την κυβέρνηση αυτή πρέπει να την βλέπουν ως δυνατή μορφή περάσματος στη δικτατορία του προλεταριάτου. Η γραμμή αυτή ήταν η απάντηση στις προσπάθειες των Κομμουνιστικών Κομμάτων στις συγκεκριμένες συνθήκες να επεξεργαστούν και να καθορίσουν τη μορφή πλησιάσματος, ή και περάσματος στην επανάσταση.
Στο σχέδιο προγράμματος Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας που συζητήθηκε στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς σημειώνονταν σχετικά τα εξής: «Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης είναι κατάλληλο μέσο για την παραπέρα απελευθέρωση των εργατικών μαζών από την εξουσία της αστικής τάξης στην περίοδο που το αυτοτελές μαζικό κίνημα του προλεταριάτου φτάνει ορισμένο επίπεδο ύψους και πλάτους, όταν το χάσμα ανάμεσα στο προλεταριάτο, την αστική τάξη και τους συνδεδεμένους με αυτήν εργατικούς ηγέτες βαθαίνει, αλλά το προλεταριάτο στην πλειοψηφία του δεν είναι ακόμα έτοιμο να σπάσει τα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Στην συνθήκες αυτές το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης μπορεί να γίνει πιο πλατιά αφετηρία πάλης για την προλεταριακή δικτατορία. Η εργατική κυβέρνηση στηριζόμενη στους ένοπλους εργάτες πρέπει να πραγματοποιήσει μια σειρά οικονομικά, πολιτικά και δημοσιονομικά μέτρα, που χωρίς να βγαίνουν τυπικά έξω από το πλαίσιο του αστικού καθεστώτος, στην ουσία περιορίζουν τα δικαιώματα του κεφαλαιοκρατών να διαχειρίζονται την ιδιοκτησία τους και το ίδιο το κεφαλαιοκρατικό κέρδος. Η αντίσταση της αστικής τάξης θα αναγκάσει φυσικά την εργατική κυβέρνηση να βγει από τα πλαίσια των ημίμετρων και να οδηγήσει τις μάζες στην κατανόηση της ανάγκης ολοκληρωτικής κατάργησης της αστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, στην κατανόηση της ανάγκης συντριβής του παλιού αστικού κρατικού μηχανισμού, στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου». Δώσαμε αυτό το εκτενές απόσπασμα από το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΓ διότι δίνει με παραστατικό τρόπο τη λογική και τη θέση που είχε η εργατική κυβέρνηση στη σκέψη και στη στρατηγική αντίληψη της Κ.Δ. τότε. Επιπροσθέτως με βάση τις επεξεργασίες του 4ου συνεδρίου η εργατική κυβέρνηση μπορούσε να προκύψει και με βάση το κοινοβούλιο, αλλά σε στενή σχέση με τον επαναστατικό αγώνα κατά της αστικής τάξης και μόνο στην πορεία της μαζικής πάλης, στηριζόμενη στις μάζες και δυναμώνοντας το επαναστατικό κίνημα. Επίσης το συνέδριο υπογράμμισε ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης σαν γενικό σύνθημα ζύμωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν παντού. Σαν επίκαιρο όμως πολιτικό σύνθημα έχει σημασία για τις χώρες, όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη βάζει στην ημερήσια διάταξη τη λύση του προβλήματος της κυβέρνησης σαν πρακτική ανάγκη. Στα καθήκοντα της εργατικής κυβέρνησης, που δεν έχει γίνει ακόμη κυβέρνηση της προλεταριακής δικτατορίας, ανήκαν ο εξοπλισμός της εργατικής τάξης και ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών οργανώσεων, η εφαρμογή ελέγχου στην παραγωγή, η μεταβίβαση του βάρους των φόρων στις πλάτες των πλουσίων και η κατάπνιξη της αντίστασης της αντεπανάστασης. Η συνεπής εφαρμογή αυτών των μέτρων θα συνέβαλε στην επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων και στη συσπείρωση τους γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα και μπορούσε να προετοιμάσει το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Στο κείμενο πρόσφατου πανελλαδικού σώματος του ΝΑΡ με τίτλο «Καπιταλιστική κρίση και αριστερά» αναφέρονται τα εξής: «Η πορεία προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μονόπρακτο έργο ή σχέδιο επί χάρτου. Είναι πιθανόν η δυναμική της ταξικής πάλης να αναδείξει ιδιόμορφες και πρωτότυπες πολιτικές καταστάσεις και κυβερνήσεις σε διάφορες στιγμές της, ή και στην περίοδο των συγκρούσεων που ωριμάζει και κρίνεται το «ποιος-ποιον», κρίνεται δηλαδή χωρίς να μπορεί όμως να απαντηθεί οριστικά το ζήτημα της εξουσίας. Αυτές οι πολιτικές καταστάσεις θα είναι ασταθείς και ανοιχτές στην καπιταλιστική οπισθοδρόμηση ή στην επαναστατική χειραφέτηση. Θα διαμορφωθούν ενδεχομένως όχι γιατί είναι στις προθέσεις του επαναστατικού κινήματος, αλλά γιατί προέκυψαν ως υποπροϊόν του αγώνα του από την ίδια την ταξική πάλη. Θα αποτελούν με άλλα λόγια, υβριδικό προϊόν ενός ισχυρού εργατικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος, που όμως δεν θα είναι τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλει την επανάσταση, και μιας αδύναμης αστικής τάξης που αναγκάζεται να υποχωρήσει πρόσκαιρα για να ενσωματώσει αρχικά και έπειτα να επιτεθεί στο εργατικό κίνημα και τις κατακτήσεις του. Η επαναστατική Αριστερά δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συμμετέχει σε τέτοιες κυβερνήσεις. Πρέπει βέβαια να αξιοποιήσει αυτές τις καταστάσεις…» (6).
Πριν σχολιάσουμε το απόσπασμα αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι η ιδεολογική συγγένεια και οι συγκλίσεις όσον αφορά τις θέσεις και επεξεργασίες μεταξύ Κ.Κ.Ε. και Ν.Α.Ρ. δεν κρύβονται, είναι καταφανείς. Είναι το Κ.Κ.Ε. που μετακινείται τα τελευταία χρόνια προς τις θέσεις του ΝΑΡ και όχι τόσο το ίδιο το ΝΑΡ, το οποίο σε πολύ μικρό βαθμό ή καθόλου διόρθωσε παλιότερες θέσεις του για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, τις αναρχοαυτόνομες θέσεις που καλλιέργησε στη νεολαία, τις αντιλήψεις για το σοσιαλισμό, το κόμμα νέου τύπου κ.λπ.
Η παραπάνω τοποθέτηση καταρχήν αναγνωρίζει την πιθανότητα ύπαρξης συνθηκών, φανταζόμαστε εκτός επαναστατικής κατάστασης, όπου το ισχυρό εργατικό κίνημα δεν θα είναι τόσο ισχυρό ώστε να προωθήσει την επανάσταση και η αστική τάξη θα έχει μεγάλες δυσκολίες ώστε να μην μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της με τον τρόπο που μπορούσε παλαιότερα. Στις συνθήκες αυτές η αστική τάξη προφανώς προσπαθεί να εγκλωβίσει το εργατικό κίνημα, να το χτυπήσει και να το αποδυναμώσει. Το εργατικό κίνημα, αν δημιουργούνται προϋποθέσεις για μια κυβέρνηση «εργατική», ή “αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή”, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει ως το μέσον που θα οξύνει την ταξική σύγκρουση με σκοπό να εξωθήσει στη ρήξη και την επικράτηση του, γιατί δεν πρέπει να εκμεταλλευθεί αυτή τη δυνατότητα; Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε κυβέρνηση που γίνεται με πρωτοβουλία της αστικής τάξης, ή χωρίς να υπάρχει ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων για το εργατικό και επαναστατικό κίνημα. Στην περίπτωση αυτή δεν θα πρόκειται για κυβέρνηση εργατική, με τον τρόπο που την περιγράφουμε και τοποθετήθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή. Γιατί δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συμμετάσχει; Πόσες φορές θα παρουσιαστεί μια τέτοια ευκαιρία; Πώς θα αξιοποιήσει αυτές τις καταστάσεις, όπως αναφέρει το κείμενο, αν παραιτηθεί από τη δυνατότητα παρέμβασης του και περιμένει την επαναστατική κατάσταση για να ανατρέψει την αστική τάξη, δυνατότητα που μπορεί να μην ωριμάσει; Εκτός αν το ΝΑΡ θεωρεί ότι κάθε κυβέρνηση ανεξαρτήτως συσχετισμού και συνθηκών πριν την επανάσταση, όσο ισχυρό και να είναι το επαναστατικό κίνημα και με σωστό προσανατολισμό θα είναι κάτω από τον έλεγχο της αστικής τάξης. Αυτό πρέπει να το πει καθαρά. Πάντως η ιστορική εξέλιξη έναν τέτοιον ισχυρισμό το διαψεύδει κατηγορηματικά.
Στο άρθρο του Α.Α. που προαναφέραμε υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση, από αυτή του ΝΑΡ. Γράφει: «Σε αυτή τη δυναμική διαδρομή μπορεί να προκύψει, ως υποπροϊόν της δυναμικής του κινήματος στον αγώνα για την επανάσταση και την κατάκτηση της εξουσίας, κυβέρνηση φιλολαϊκού προσανατολισμού ή δυαδική εξουσία. Η Αριστερά, στηριγμένη στα εργατικά και λαϊκά όργανα εργατικής πολιτικής, καθορίζει τη στάση της απέναντί της- επομένως δεν τη σνομπάρει- με γνώμονα την προώθηση και ενίσχυση της συνολικής πολιτικής δυναμικής του κινήματος και της επανάστασης». Εδώ έχουμε προφανώς μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση. Δεν απορρίπτεται εξ ορισμού, αλλά ανάλογα με το είδος της κυβέρνησης που μπορεί να προκύψει και το χαρακτήρα της θα καθορίσουν οι επαναστατικές δυνάμεις τη στάση τους.
Το Κ.Κ.Ε. στο πρόγραμμα του που ψηφίστηκε στο 15ο συνέδριό του, αναφέρεται σε αντίστοιχες εξελίξεις και γράφει: «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα. Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, την εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης. Το Κ.Κ.Ε. επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας» (7). Στην πορεία του χρόνου η θέση αυτή σιωπηρά εγκαταλείφθηκε. Το κόμμα επιμένει στην αναφορά της Λαϊκής Εξουσίας (την οποία εννοεί ως επαναστατική εργατική εξουσία) και της Λαϊκής Οικονομίας με τρόπο διακηρυκτικό, περιγράφοντας την χωρίς να φωτίζει την αναγκαιότητα της μέσα από την πάλη και τη ζύμωση για τα άμεσα προβλήματα και τις αιτίες που τα προκαλούν, και από ότι όλα δείχνουν στο επόμενο συνέδριο του θα την απαλείψει εντελώς από το πρόγραμμα του. Είναι μια αρνητική εξέλιξη, που συνοδεύει άλλες στο προγραμματικό επίπεδο και στα ζητήματα της τακτικής, οι αρνητικές συνέπειες των οποίων είναι εμφανείς για το ίδιο το Κ.Κ.Ε. και για το εργατικό κίνημα.
Στις περιπτώσεις που αναφερόμαστε φαίνεται ότι ισχύει η παροιμία «όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι», μόνο που η αντιμετώπιση αυτή δεν είναι παρά ένας δογματισμός, ή έλλειψη εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη και στις δυνάμεις της και στη δυνατότητα η πολιτική πρωτοπορία να εκτιμά ρεαλιστικά και σωστά το συσχετισμό δυνάμεων και τα συνολικά δεδομένα σε κάθε φάση. Το κίνημα έχει αρνητικές εμπειρίες τέτοιων καταστάσεων, έχει όμως και θετικές. Δεν είναι δυνατόν να απορρίπτει εξ ορισμού μια τέτοια δυνατότητα, να την παραμερίζει και να επιμένει στην άμεση υλοποίηση της στρατηγικής του, χωρίς να μελετά τους όρους προσέγγισης στην επαναστατική διαδικασία και να κινδυνεύει να χάσει ιστορικές ευκαιρίες. Αν το κίνημα στη Χιλή ηττήθηκε δεν ευθύνεται η συμμετοχή στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας, αλλά άλλες αδυναμίες, ολιγωρίες και αυταπάτες. Από την ιστορική πείρα πρέπει να εξάγονται σωστά και ολοκληρωμένα συμπέρασμα.
Με βάση όλα τα παραπάνω η εργατική ή αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση εντάσσεται στη στρατηγική για την επανάσταση όχι ως νομοτέλεια, αλλά ως μια πιθανότητα να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για το σχηματισμό της, ο οποίος θα διευκολύνει την προσέγγιση στην επανάσταση. Σταθερή επιδίωξη του επαναστατικού κινήματος είναι η επαναστατική εργατική εξουσία μετά από τη νικηφόρα επανάσταση, καθώς επίσης και η αναγκαιότητα επεξεργασίας της τακτικής και των μορφών προσέγγισης στην επανάσταση. Η ενιαιομετωπική δράση και η εργατική κυβέρνηση πρέπει να υπάρχει ως στοιχείο στις επεξεργασίες του κομμουνιστικού κόμματος και της αριστεράς, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά θα υλοποιηθεί. Είναι μια πιθανή εξέλιξη στη μεταβατική πορεία προς την εργατική εξουσία. Φυσικά όσο λάθος είναι να απολυτοποιείται η αναγκαιότητα της, εξίσου λάθος είναι να θεωρείται η δημιουργία της υποπροϊόν της κοινωνικής εξέλιξης, άρα το επαναστατικό κίνημα δεν επιδιώκει τη δημιουργία της όταν υπάρχουν οι ανάλογες προϋποθέσεις και ακόμη μεγαλύτερο λάθος να θεωρείται αστικό παιχνίδι, πολιτικό δημιούργημα της αστικής τάξης για να εγκλωβίσει το εργατικό και επαναστατικό κίνημα.
Υπό μορφή ορισμένων συμπερασμάτων αναφέρουμε: Οι επαναστατικές δυνάμεις στη χώρα πρέπει να ασχοληθούν επισταμένα και να διαμορφώσουν τη στρατηγική και την τακτική του κινήματος. Να μελετήσουν τον καπιταλισμό στη σύγχρονη φάση ανάπτυξης του, ιδιαίτερα την εργατική τάξη, η οποία αλλάζει βαθιά καθώς και τα μικροαστικά στρώματα που αποτελούν εν δυνάμει συμμάχους της. Να μελετήσουν την κατάσταση όπως διαμορφώνεται με την επίθεση του κεφαλαίου εναντίον των εργαζομένων που τους οδηγεί όχι απλά στη φτώχεια, αλλά τροποποιεί βαθιά τους όρους λειτουργίας του συστήματος και ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Στη βάση όλων αυτών πρέπει να διαμορφωθεί η γραμμή για την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συσπείρωσης γύρω της των μικροαστικών στρωμάτων με στόχο την ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου και την πορεία προς το σοσιαλισμό.
Από τη στιγμή που η πορεία ως την επαναστατική ανατροπή δεν θα είναι μονόπρακτο, αλλά θα έχει φάσεις, καμπές και αλλαγές πορείας με διαφορετικά δεδομένα, όρους και συσχετισμούς κάθε φορά, απαιτείται η επεξεργασία της τακτικής χωρίς αστήρικτες και αυθαίρετες παραδοχές, αλλά αξιοποιώντας ολόκληρη την ιστορική κληρονομιά του κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος. Η απόρριψη με αυθαίρετο και παντελώς αστήρικτο τρόπο θέσεων και ιδεών, που η ιστορία δικαίωσε, ή δεν έχει απορρίψει στο όνομα υποτιθέμενων συμπερασμάτων που εξάγονται από την εξέλιξη του υπαρκτού σοσιαλισμού στο τέλος της δεκαετίας του 1980 είναι απαράδεκτη. Απόψεις που χαρακτηρίζουν κυβερνητισμό και απορρίπτουν κάθε προσπάθεια προώθησης, στήριξης ή ανοχής «εργατικής» κυβέρνησης, η κυβέρνησης αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων αν φυσικά υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις γι' αυτό, απόψεις που ουσιαστικά απορρίπτουν τη συμπαράταξη και τη συμμαχία πολιτικών δυνάμεων, απόψεις που δεν θεωρούν εφικτή την ενότητα σε επαναστατική γραμμή της εργατικής τάξης και τη συσπείρωση της πλειοψηφίας των μικροαστικών στρωμάτων για να διεκδικήσουν την εξουσία, αλλά αντιμετωπίζουν την κατάληψη της εξουσίας ως έφοδο μιας οργανωμένης μειοψηφίας έξω από τη θέληση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης είναι απαράδεκτες και μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές.
Η επιμονή στην σούπα που προσφέρεται ως σύγχρονος αντικαπιταλισμός από την ανάμειξη οπορτουνιστικών και αστικών στοιχείων και αντιλήψεων πρέπει να καταπολεμηθεί.
Κρίσιμο ζήτημα είναι αφ’ ενός μεν η διατήρηση σε ολόκληρη αυτή τη διαδρομή του επαναστατικού χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος και αφ’ ετέρου η δυνατότητά του να αναπροσαρμόζει την τακτική του ανάλογα με τις εξελίξεις. Να μπορεί να εφαρμόζει μορφές οργάνωσης και δράσης που να ανταποκρίνονται στις πιο διαφορετικές συνθήκες που μπορεί θα δημιουργηθούν. Από τις πιο «ειρηνικές» ως τις πιο επαναστατικές, όταν η διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης θα θέσει με άμεσο τρόπο το ζήτημα της εξουσίας. Ο επαναστατικός χαρακτήρας δεν σχετίζεται με ορισμένες μορφές πάλης άμεσα επαναστατικές, ενώ οι νόμιμες, οι «ειρηνικές» οδηγούν στον οπορτουνισμό. Ίσα-ίσα ο πιο σύντομος δρόμος για τον οπορτουνισμό είναι ο σεχταρισμός. Πραγματική πρωτοπόρα τακτική είναι εκείνη που συνδυάζει ανάλογα με τις συνθήκες όλες τις μορφές. «Η επαναστατική τάξη για να εκπληρώσει το καθήκον της πρέπει να ξέρει να κάνει κτήμα της όλες, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, τις μορφές και τις πλευρές της κοινωνικής δράσης... Η επαναστατική τάξη πρέπει να είναι έτοιμη για την πιο γρήγορη και αναπάντεχη εναλλαγή της μιας μορφής με την άλλη» (8). Στη μεγάλη πορεία του τον 20ο αιώνα το Κομμουνιστικό Κίνημα στον τομέα αυτό παρουσίασε όχι αμελητέα προβλήματα. Κλασσικά παραδείγματα τέτοιας αλλαγής συνθηκών στις μεγάλες καμπές της ιστορίας είναι η περίοδος του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, όπου τα εργατικά κόμματα της Β΄ Διεθνούς πλην του κόμματός των μπολσεβίκων βρέθηκαν παντελώς απροετοίμαστα και οδηγήθηκαν στον συμβιβασμό με την αστική τάξη και την προδοσία, ως ένα βαθμό η περίοδος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, καθώς και η περίοδος μεταπολεμικά και ως το τέλος δεκαετίας του 1970. Από αυτόν τον μεγάλο κίνδυνο πρέπει το επαναστατικό κίνημα να προφυλαχθεί.

-----------------------------------
1. Εφημερίδα "Πριν" 7/1 /2012
2. 3η Διεθνής, τα τέσσερα πρώτα συνέδρια
3. Λένιν Άπαντα, τόμος 52, σ. 149
4. Λένιν Άπαντα, τόμος 44, σ. 25
5. Στο ίδιο, τόμος 52, σ. 266
6. Καπιταλιστική κρίση και αριστερά, σ.46
7. 15ο Συνέδριο ΚΚΕ, σ. 123
8. Λένιν Άπαντα τ.41, σ. 81


Ανδρέας Σαρακίνης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.